Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "υπερκόσμιος -α -ο"
1 εγγραφή
υπερκόσμιος -α -ο [iperkózmios] Ε6 : που προέρχεται ή που φαίνεται ότι προέρχεται από τον υπεραισθητό κόσμο: Yπερκόσμιο φως. Yπερκόσμια γαλήνη. Yπερκόσμιο πλάσμα. || (φιλοσ.) που υπερβαίνει τα όρια της εμπειρικής γνώσης.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερκόσμιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες